Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθόομαι
ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
ἀνάμματος
ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
View word page
ἀνάμιξις
intercourse

ShortDef

intercourse

Debugging

Headword:
ἀνάμιξις
Headword (normalized):
ἀνάμιξις
Headword (normalized/stripped):
αναμιξις
IDX:
6086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6087
Key:

Data

{'content': 'intercourse'}