Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουροκαθέδριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφόρος
οἰκοφυλακέω
οἰκοφύλαξ
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
View word page
οἰκοφθόρος
one who ruins a house, a prodigal

ShortDef

one who ruins a house, a prodigal

Debugging

Headword:
οἰκοφθόρος
Headword (normalized):
οἰκοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
οικοφθορος
IDX:
60865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60866
Key:

Data

{'content': 'one who ruins a house, a prodigal'}