Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουροκαθέδριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκοφθόρος
οἰκοφόρος
οἰκοφυλακέω
οἰκοφύλαξ
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
View word page
οἰκοφθορέω
to ruin a house, squander one's substance
ShortDef
to ruin a house, squander one's substance
Debugging
Headword:
οἰκοφθορέω
Headword (normalized):
οἰκοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
οικοφθορεω
IDX:
60863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60864
Key:
Data
{'content': "to ruin a house, squander one's substance"}