Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκοτραφής
οἰκοτρίβαιος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκότροφος
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
οἰκουρικός
οἰκούριος
οἰκουροκαθέδριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
View word page
οἰκουμενικός
of, from, or open to the whole world
ShortDef
of, from, or open to the whole world
Debugging
Headword:
οἰκουμενικός
Headword (normalized):
οἰκουμενικός
Headword (normalized/stripped):
οικουμενικος
IDX:
60854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60855
Key:
Data
{'content': 'of, from, or open to the whole world'}