Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθόομαι
ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
ἀνάμματος
ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
View word page
ἀναμινυρίζω
sing languishingly

ShortDef

sing languishingly

Debugging

Headword:
ἀναμινυρίζω
Headword (normalized):
ἀναμινυρίζω
Headword (normalized/stripped):
αναμινυριζω
IDX:
6084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6085
Key:

Data

{'content': 'sing languishingly'}