Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκοτραφής
οἰκοτρίβαιος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκότροφος
οἰκοτύραννος
οἰκότως
οἰκουμένη
οἰκουμενικός
οἰκουργός
οἰκουρέω
οἰκούρημα
οἰκουρία
View word page
οἰκοτριβής
ruining a family

ShortDef

ruining a family

Debugging

Headword:
οἰκοτριβής
Headword (normalized):
οἰκοτριβής
Headword (normalized/stripped):
οικοτριβης
IDX:
60848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60849
Key:

Data

{'content': 'ruining a family'}