Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκοτραφής
οἰκοτρίβαιος
οἰκοτριβής
οἰκότριψ
οἰκότροφος
View word page
οἶκος
a house, abode, dwelling

ShortDef

a house, abode, dwelling

Debugging

Headword:
οἶκος
Headword (normalized):
οἶκος
Headword (normalized/stripped):
οικος
IDX:
60840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60841
Key:

Data

{'content': 'a house, abode, dwelling'}