Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκοτραφής
View word page
οἰκονόμος
one who manages a household
ShortDef
one who manages a household
Debugging
Headword:
οἰκονόμος
Headword (normalized):
οἰκονόμος
Headword (normalized/stripped):
οικονομος
IDX:
60836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60837
Key:
Data
{'content': 'one who manages a household'}