Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
View word page
οἰκονόμισσα
wife of οἰκονόμος, or female official in the church

ShortDef

wife of οἰκονόμος, or female official in the church

Debugging

Headword:
οἰκονόμισσα
Headword (normalized):
οἰκονόμισσα
Headword (normalized/stripped):
οικονομισσα
IDX:
60835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60836
Key:

Data

{'content': 'wife of οἰκονόμος, or female official in the church'}