Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
View word page
οἰκονομικός
practised in the management of a household

ShortDef

practised in the management of a household

Debugging

Headword:
οἰκονομικός
Headword (normalized):
οἰκονομικός
Headword (normalized/stripped):
οικονομικος
IDX:
60834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60835
Key:

Data

{'content': 'practised in the management of a household'}