Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκόθετος
οἴκοθι
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
View word page
οἰκονομημένως
with adjustment to a purpose
ShortDef
with adjustment to a purpose
Debugging
Headword:
οἰκονομημένως
Headword (normalized):
οἰκονομημένως
Headword (normalized/stripped):
οικονομημενως
IDX:
60832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60833
Key:
Data
{'content': 'with adjustment to a purpose'}