Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἴκοθεν
οἰκόθεν
οἰκόθετος
οἴκοθι
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκονόμος
οἰκοπεδικός
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἶκος
View word page
οἰκονομέω
to manage as a house steward, to manage, order, regulate
ShortDef
to manage as a house steward, to manage, order, regulate
Debugging
Headword:
οἰκονομέω
Headword (normalized):
οἰκονομέω
Headword (normalized/stripped):
οικονομεω
IDX:
60830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60831
Key:
Data
{'content': 'to manage as a house steward, to manage, order, regulate'}