Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθεν
οἰκόθετος
οἴκοθι
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἰκόνδε
View word page
οἰκοδόμος
a builder, an architect

ShortDef

a builder, an architect

Debugging

Headword:
οἰκοδόμος
Headword (normalized):
οἰκοδόμος
Headword (normalized/stripped):
οικοδομος
IDX:
60819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60820
Key:

Data

{'content': 'a builder, an architect'}