Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθόομαι
ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
View word page
ἀναμίλλητος
undisputed
ShortDef
undisputed
Debugging
Headword:
ἀναμίλλητος
Headword (normalized):
ἀναμίλλητος
Headword (normalized/stripped):
αναμιλλητος
IDX:
6081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6082
Key:
Data
{'content': 'undisputed'}