Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθεν
οἰκόθετος
οἴκοθι
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
View word page
οἰκοδομικός
practised or skilful in building
ShortDef
practised or skilful in building
Debugging
Headword:
οἰκοδομικός
Headword (normalized):
οἰκοδομικός
Headword (normalized/stripped):
οικοδομικος
IDX:
60818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60819
Key:
Data
{'content': 'practised or skilful in building'}