Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκοδεσποτικός
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθεν
οἰκόθετος
οἴκοθι
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
View word page
οἰκοδομία
a building, edifice

ShortDef

a building, edifice

Debugging

Headword:
οἰκοδομία
Headword (normalized):
οἰκοδομία
Headword (normalized/stripped):
οικοδομια
IDX:
60817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60818
Key:

Data

{'content': 'a building, edifice'}