Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκοδέκτωρ
οἰκοδεσπόζω
οἰκοδέσποινα
οἰκοδεσποσύνη
οἰκοδεσποτεία
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότησις
οἰκοδεσποτικός
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
View word page
οἰκοδομέω
to build a house
ShortDef
to build a house
Debugging
Headword:
οἰκοδομέω
Headword (normalized):
οἰκοδομέω
Headword (normalized/stripped):
οικοδομεω
IDX:
60809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60810
Key:
Data
{'content': 'to build a house'}