Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκοδέγμων
οἰκοδέκτωρ
οἰκοδεσπόζω
οἰκοδέσποινα
οἰκοδεσποσύνη
οἰκοδεσποτεία
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότησις
οἰκοδεσποτικός
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητέος
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
View word page
οἰκοδίαιτος
living in the house

ShortDef

living in the house

Debugging

Headword:
οἰκοδίαιτος
Headword (normalized):
οἰκοδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
οικοδιαιτος
IDX:
60808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60809
Key:

Data

{'content': 'living in the house'}