Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
οἰκοβασιλικόν
οἰκόβιος
οἰκογένεια
οἰκογενής
οἰκοδέγμων
οἰκοδέκτωρ
οἰκοδεσπόζω
οἰκοδέσποινα
οἰκοδεσποσύνη
οἰκοδεσποτεία
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότησις
οἰκοδεσποτικός
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
View word page
οἰκοδεσπόζω
to be dominant
ShortDef
to be dominant
Debugging
Headword:
οἰκοδεσπόζω
Headword (normalized):
οἰκοδεσπόζω
Headword (normalized/stripped):
οικοδεσποζω
IDX:
60800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60801
Key:
Data
{'content': 'to be dominant'}