Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
οἰκοβασιλικόν
οἰκόβιος
οἰκογένεια
οἰκογενής
οἰκοδέγμων
οἰκοδέκτωρ
οἰκοδεσπόζω
οἰκοδέσποινα
οἰκοδεσποσύνη
οἰκοδεσποτεία
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
View word page
οἰκόβιος
living at home, domestic

ShortDef

living at home, domestic

Debugging

Headword:
οἰκόβιος
Headword (normalized):
οἰκόβιος
Headword (normalized/stripped):
οικοβιος
IDX:
60795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60796
Key:

Data

{'content': 'living at home, domestic'}