Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
οἰκοβασιλικόν
οἰκόβιος
οἰκογένεια
οἰκογενής
οἰκοδέγμων
οἰκοδέκτωρ
View word page
οἰκιστήρ
founder, colonizer

ShortDef

founder, colonizer

Debugging

Headword:
οἰκιστήρ
Headword (normalized):
οἰκιστήρ
Headword (normalized/stripped):
οικιστηρ
IDX:
60789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60790
Key:

Data

{'content': 'founder, colonizer'}