Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
View word page
ἀνάμιγα
promiscuously
ShortDef
promiscuously
Debugging
Headword:
ἀνάμιγα
Headword (normalized):
ἀνάμιγα
Headword (normalized/stripped):
αναμιγα
IDX:
6078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6079
Key:
Data
{'content': 'promiscuously'}