Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
οἰκοβασιλικόν
οἰκόβιος
οἰκογένεια
οἰκογενής
View word page
οἰκίσκος
a small room
ShortDef
a small room
Debugging
Headword:
οἰκίσκος
Headword (normalized):
οἰκίσκος
Headword (normalized/stripped):
οικισκος
IDX:
60787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60788
Key:
Data
{'content': 'a small room'}