Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
οἰκοβασιλικόν
οἰκόβιος
View word page
οἴκισις
a peopling, colonisation

ShortDef

a peopling, colonisation

Debugging

Headword:
οἴκισις
Headword (normalized):
οἴκισις
Headword (normalized/stripped):
οικισις
IDX:
60785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60786
Key:

Data

{'content': 'a peopling, colonisation'}