Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
Οἰκλείδας
Οἰκλείης
View word page
οἰκίον
house, palace (always plural)
ShortDef
house, palace (always plural)
Debugging
Headword:
οἰκίον
Headword (normalized):
οἰκίον
Headword (normalized/stripped):
οικιον
IDX:
60783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60784
Key:
Data
{'content': 'house, palace (always plural)'}