Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
View word page
οἰκίδιον
a chamber
ShortDef
a chamber
Debugging
Headword:
οἰκίδιον
Headword (normalized):
οἰκίδιον
Headword (normalized/stripped):
οικιδιον
IDX:
60780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60781
Key:
Data
{'content': 'a chamber'}