Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
View word page
οἰκία
a building, house, dwelling

ShortDef

a building, house, dwelling

Debugging

Headword:
οἰκία
Headword (normalized):
οἰκία
Headword (normalized/stripped):
οικια
IDX:
60778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60779
Key:

Data

{'content': 'a building, house, dwelling'}