Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
View word page
οἰκητός
inhabited
ShortDef
inhabited
Debugging
Headword:
οἰκητός
Headword (normalized):
οἰκητός
Headword (normalized/stripped):
οικητος
IDX:
60776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60777
Key:
Data
{'content': 'inhabited'}