Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
View word page
οἰκητήριον
a dwelling-place, habitation
ShortDef
a dwelling-place, habitation
Debugging
Headword:
οἰκητήριον
Headword (normalized):
οἰκητήριον
Headword (normalized/stripped):
οικητηριον
IDX:
60772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60773
Key:
Data
{'content': 'a dwelling-place, habitation'}