Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
View word page
ἀναμηρύκησις
rumination

ShortDef

rumination

Debugging

Headword:
ἀναμηρύκησις
Headword (normalized):
ἀναμηρύκησις
Headword (normalized/stripped):
αναμηρυκησις
IDX:
6076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6077
Key:

Data

{'content': 'rumination'}