Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
View word page
οἴκημα
any inhabited place, a dwellingplace
ShortDef
any inhabited place, a dwellingplace
Debugging
Headword:
οἴκημα
Headword (normalized):
οἴκημα
Headword (normalized/stripped):
οικημα
IDX:
60768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60769
Key:
Data
{'content': 'any inhabited place, a dwellingplace'}