Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
View word page
οἰκέω
to inhabit, occupy

ShortDef

to inhabit, occupy

Debugging

Headword:
οἰκέω
Headword (normalized):
οἰκέω
Headword (normalized/stripped):
οικεω
IDX:
60767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60768
Key:

Data

{'content': 'to inhabit, occupy'}