Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήριον
View word page
οἰκετεύω
to inhabit

ShortDef

to inhabit

Debugging

Headword:
οἰκετεύω
Headword (normalized):
οἰκετεύω
Headword (normalized/stripped):
οικετευω
IDX:
60762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60763
Key:

Data

{'content': 'to inhabit'}