Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰκειακός
οἰκειοποιέω
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
οἴκημα
οἰκηματικός
View word page
οἰκείωσις
a taking as one's own, appropriation

ShortDef

a taking as one's own, appropriation

Debugging

Headword:
οἰκείωσις
Headword (normalized):
οἰκείωσις
Headword (normalized/stripped):
οικειωσις
IDX:
60759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60760
Key:

Data

{'content': "a taking as one's own, appropriation"}