Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
View word page
ἀναμηρυκάομαι
to chew the cud

ShortDef

to chew the cud

Debugging

Headword:
ἀναμηρυκάομαι
Headword (normalized):
ἀναμηρυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμηρυκαομαι
IDX:
6075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6076
Key:

Data

{'content': 'to chew the cud'}