Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοποιέω
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
οἰκέω
View word page
οἰκείωμα
kindred, relationship

ShortDef

kindred, relationship

Debugging

Headword:
οἰκείωμα
Headword (normalized):
οἰκείωμα
Headword (normalized/stripped):
οικειωμα
IDX:
60757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60758
Key:

Data

{'content': 'kindred, relationship'}