Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰητόν
οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοποιέω
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκέτις
οἰκεύς
View word page
οἰκειόω
to make one's own

ShortDef

to make one's own

Debugging

Headword:
οἰκειόω
Headword (normalized):
οἰκειόω
Headword (normalized/stripped):
οικειοω
IDX:
60756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60757
Key:

Data

{'content': "to make one's own"}