Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰητέον
οἰητέος
οἰητικός
οἰητόν
οἶις
οἴκαδε
οἰκειακός
οἰκειοποιέω
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
View word page
οἰκειότης
kindred, relationship

ShortDef

kindred, relationship

Debugging

Headword:
οἰκειότης
Headword (normalized):
οἰκειότης
Headword (normalized/stripped):
οικειοτης
IDX:
60753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60754
Key:

Data

{'content': 'kindred, relationship'}