Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
View word page
ἀναμετρητής
official in charge of land-survey
ShortDef
official in charge of land-survey
Debugging
Headword:
ἀναμετρητής
Headword (normalized):
ἀναμετρητής
Headword (normalized/stripped):
αναμετρητης
IDX:
6072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6073
Key:
Data
{'content': 'official in charge of land-survey'}