Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰδηματώδης
οἴδησις
οἰδήτης
Οἰδιπόδειος
Οἰδίπους
οἰδίσκω
οἶδμα
οἰδματόεις
οἴδομαι
οἰδοποιέω
οἶδος
οἰέανος
οἴεος
οἰέτεας
οἰέτης
ὀΐζυος
ὀϊζυρός
ὀϊζύς
ὀϊζύω
οἴζω
οἴη
View word page
οἶδος
a swelling, tumor

ShortDef

a swelling, tumor

Debugging

Headword:
οἶδος
Headword (normalized):
οἶδος
Headword (normalized/stripped):
οιδος
IDX:
60726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60727
Key:

Data

{'content': 'a swelling, tumor'}