Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἴδημα
οἰδηματώδης
οἴδησις
οἰδήτης
Οἰδιπόδειος
Οἰδίπους
οἰδίσκω
οἶδμα
οἰδματόεις
οἴδομαι
οἰδοποιέω
οἶδος
οἰέανος
οἴεος
οἰέτεας
οἰέτης
ὀΐζυος
ὀϊζυρός
ὀϊζύς
ὀϊζύω
οἴζω
View word page
οἰδοποιέω
tumefacio
ShortDef
tumefacio
Debugging
Headword:
οἰδοποιέω
Headword (normalized):
οἰδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οιδοποιεω
IDX:
60725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60726
Key:
Data
{'content': 'tumefacio'}