Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οἰδαλέος
οἰδάνω
οἰδέω
οἴδημα
οἰδηματώδης
οἴδησις
οἰδήτης
Οἰδιπόδειος
Οἰδίπους
οἰδίσκω
οἶδμα
οἰδματόεις
οἴδομαι
οἰδοποιέω
οἶδος
οἰέανος
οἴεος
οἰέτεας
οἰέτης
ὀΐζυος
ὀϊζυρός
View word page
οἶδμα
a swelling, swell
ShortDef
a swelling, swell
Debugging
Headword:
οἶδμα
Headword (normalized):
οἶδμα
Headword (normalized/stripped):
οιδμα
IDX:
60722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60723
Key:
Data
{'content': 'a swelling, swell'}