Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Οἰᾶτις
οἶβος
οἴγνυμι
οἴγω
οἶδα
οἰδαίνω
οἰδαλέος
οἰδάνω
οἰδέω
οἴδημα
οἰδηματώδης
οἴδησις
οἰδήτης
Οἰδιπόδειος
Οἰδίπους
οἰδίσκω
οἶδμα
οἰδματόεις
οἴδομαι
οἰδοποιέω
οἶδος
View word page
οἰδηματώδης
swollen

ShortDef

swollen

Debugging

Headword:
οἰδηματώδης
Headword (normalized):
οἰδηματώδης
Headword (normalized/stripped):
οιδηματωδης
IDX:
60716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60717
Key:

Data

{'content': 'swollen'}