Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οἰάτης
Οἰᾶτις
οἶβος
οἴγνυμι
οἴγω
οἶδα
οἰδαίνω
οἰδαλέος
οἰδάνω
οἰδέω
οἴδημα
οἰδηματώδης
οἴδησις
οἰδήτης
Οἰδιπόδειος
Οἰδίπους
οἰδίσκω
οἶδμα
οἰδματόεις
οἴδομαι
οἰδοποιέω
View word page
οἴδημα
a swelling, tumour

ShortDef

a swelling, tumour

Debugging

Headword:
οἴδημα
Headword (normalized):
οἴδημα
Headword (normalized/stripped):
οιδημα
IDX:
60715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60716
Key:

Data

{'content': 'a swelling, tumour'}