Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
View word page
ἀναμέτρησις
a measurement

ShortDef

a measurement

Debugging

Headword:
ἀναμέτρησις
Headword (normalized):
ἀναμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
αναμετρησις
IDX:
6070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6071
Key:

Data

{'content': 'a measurement'}