Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀναμιγή
View word page
ἀναμετρέω
to re-measure the road

ShortDef

to re-measure the road

Debugging

Headword:
ἀναμετρέω
Headword (normalized):
ἀναμετρέω
Headword (normalized/stripped):
αναμετρεω
IDX:
6069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6070
Key:

Data

{'content': 'to re-measure the road'}