Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁθούνεκα
ὄθριξ
Ὄθρυς
οἴ
οἷ2
οἷα
οἰαδόν
οἰακηδόν
οἰακίζω
οἰάκισμα
οἰακιστής
οἰακονομέω
οἰακονόμος
οἰακοστροφέω
οἰακοστρόφος
οἰάκωσις
οἴαξ
οἰάτης
Οἰᾶτις
οἶβος
οἴγνυμι
View word page
οἰακιστής
steersman, pilot

ShortDef

steersman, pilot

Debugging

Headword:
οἰακιστής
Headword (normalized):
οἰακιστής
Headword (normalized/stripped):
οιακιστης
IDX:
60698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60699
Key:

Data

{'content': 'steersman, pilot'}