Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀθόννα
ὁθούνεκα
ὄθριξ
Ὄθρυς
οἴ
οἷ2
οἷα
οἰαδόν
οἰακηδόν
οἰακίζω
οἰάκισμα
οἰακιστής
οἰακονομέω
οἰακονόμος
οἰακοστροφέω
οἰακοστρόφος
οἰάκωσις
οἴαξ
οἰάτης
Οἰᾶτις
οἶβος
View word page
οἰάκισμα
steering, governing

ShortDef

steering, governing

Debugging

Headword:
οἰάκισμα
Headword (normalized):
οἰάκισμα
Headword (normalized/stripped):
οιακισμα
IDX:
60697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60698
Key:

Data

{'content': 'steering, governing'}