Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀθόνιον
ὀθονιοπλόκος
ὀθονιοπώλης
ὀθόννα
ὁθούνεκα
ὄθριξ
Ὄθρυς
οἴ
οἷ2
οἷα
οἰαδόν
οἰακηδόν
οἰακίζω
οἰάκισμα
οἰακιστής
οἰακονομέω
οἰακονόμος
οἰακοστροφέω
οἰακοστρόφος
οἰάκωσις
οἴαξ
View word page
οἰαδόν
alone
ShortDef
alone
Debugging
Headword:
οἰαδόν
Headword (normalized):
οἰαδόν
Headword (normalized/stripped):
οιαδον
IDX:
60694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60695
Key:
Data
{'content': 'alone'}