Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
View word page
ἀναμεταξύ
between, intermediate

ShortDef

between, intermediate

Debugging

Headword:
ἀναμεταξύ
Headword (normalized):
ἀναμεταξύ
Headword (normalized/stripped):
αναμεταξυ
IDX:
6068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6069
Key:

Data

{'content': 'between, intermediate'}